- λογχομαχία
- η [λογχομαχώ]1. μάχη με λόγχες2. άσκηση στον χειρισμό τής λόγχης.[ΕΤΥΜΟΛ. < λογχομαχῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λογχομαχία — η 1. μάχη με λόγχες: Σκοτώθηκε σε μια λογχομαχία. 2. άσκηση στο χειρισμό της λόγχης: Συμμετείχα σε άσκηση λογχομαχίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οπλομαχία — Η τέχνη του χειρισμού των όπλων και ιδιαίτερα του ξίφους (ξιφασκία), της σπάθας (σπαθασκία) και της λόγχης (λογχομαχία). Η ο. αποτέλεσε αναγκαία άσκηση στο παρελθόν, όχι μόνο στον πόλεμο αλλά και ως μέσο για την επίλυση των ατομικών διαφορών.… … Dictionary of Greek
λόγχη — Η μεταλλική αιχμή του δόρατος, που ήταν αρχικά χάλκινη και στη συνέχεια σιδερένια. Λ. χρησιμοποιούσαν πολύ οι ασιατικοί λαοί, που παρουσίαζαν ακόμα και τους θεούς τους στις διάφορες απεικονίσεις να κρατούν λ. Ο Όμηρος, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν … Dictionary of Greek
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek
φύλαξη — η / φύλαξις, άξεως, ΝΜΑ [φυλάσσω] νεοελλ. 1. περιφρούρηση, διαφύλαξη («φύλαξη τών θησαυρών του») 2. στάση κατά τη λογχομαχία νεοελλ. μσν. προφύλαξη, προστασία μσν. αρχ. φρούρηση («εἰς πόλεως φύλαξιν τεταγμένοι», Νικ. Χων.) αρχ. ασφάλεια,… … Dictionary of Greek